24 ΩΡΕΣ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ

Ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος. Morgan Stanley: «ΤΟ 2022 Η ΕΛΛΑΔΑ ΘΑ ΕΧΕΙ ΧΡΕΟΣ 250%». Η ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΑΞΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΕ ΠΑΡΑΣΙΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ. ΟΙ «ΕΛΛΗΝΕΣ» ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ ΕΚΑΝΑΝ ΤΗΝ ΓΕΡΑΣΜΕΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΜΙΑ ΑΠΟΙΚΙΑ ΧΡΕΟΥΣ, ΜΙΖΕΡΙΑΣ, ΥΠΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΠΕΡΑΝΤΟ ΓΚΕΤΟ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ ΛΑΘΡΟΜΕΤΑΝΑΣΤΩΝ. Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΛΕΟΝ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΧΩΡΑ ΑΛΛΑ ΧΩΡΟΣ, ΠΟΥΛΗΜΕΝΟΣ ΣΤΟΝ ΣΟΡΟΣ.

 


Ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος.  Αυξήθηκε κατά 6,9 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2020, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και έπεται συνέχεια.

H  Ελλάδα μπήκε  στην κρίση  του  κορωνοϊού  με ένα πολύ υψηλό απόθεμα χρέους -σχεδόν στο 180% του ΑΕΠ- και η M.S εκτιμά ότι το χρέος θα αυξηθεί σε περίπου 205% έως τα τέλη του 2021.



 Σε σύγκριση με την υπόλοιπη περιφέρεια ωστόσο, το προφίλ χρέους της Ελλάδας έχει δύο σημαντικούς παράγοντες: Το μεγαλύτερο μέρος του είναι δάνεια της ΕΕ, τα οποία έχουν πολύ μεγάλη διάρκεια με πολύ χαμηλό κόστος δανεισμού, ενώ το κόστος χρέους της Ελλάδας ήταν περίπου 1,6% το 2019.

Εάν υποθέσουμε αυτόν τον τύπο κόστους (1,6%), το ελληνικό χρέος θα σταθεροποιηθεί με ανάπτυξη του ΑΕΠ στο 1,5% ετησίως και με ένα πρωτογενές πλεόνασμα 0,5%.

Ωστόσο, με το κόστος χρηματοδότησης να είναι στο 2,1%, για να επιτευχθεί το ίδιο αποτέλεσμα με το ονομαστικό ΑΕΠ στο 1,5%, η Ελλάδα θα απαιτούσε πρωτογενές πλεόνασμα 1,5%. Τώρα, ωστόσο, με το χρέος στο 200%, για να μειωθεί με σταθερό ρυθμό, απαιτούνται σημαντικά πλεονάσματα και "αξιοπρεπής" ανάπτυξη. Πάντως, όπως αναφέρει, η Ελλάδα σημείωσε μέσο πρωτογενές πλεόνασμα 2,8% τα τελευταία πέντε χρόνια, και πάνω από 4% τα δύο τελευταία.

Αν και η ελληνική οικονομία δεν επεκτάθηκε πολύ, με την ανάκαμψη να ξεκινά μόνο το 2017, αν ληφθούν υπόψη τα τελευταία πέντε χρόνια, η ονομαστική ανάπτυξη ήταν κατά μέσο όρο περίπου 1% ετησίως και 2% ετησίως τα τελευταία δύο. Υποθέτοντας ότι η Ελλάδα επιστρέφει στην πορεία ανάπτυξης προ Covid-19, η υψηλή επιβάρυνση του χρέους συνεπάγεται ότι η χώρα θα πρέπει να συνεχίσει να "τρέχει" σημαντικά πρωτογενή πλεονάσματα για να μειώσει το χρέος, παρόλο που ήδη πριν από την κρίση η πολιτική πίεση για να μειωθεί ο στόχος του 3,5% ήταν έντονη, υποδεικνύοντας το μέγεθος των μελλοντικών προκλήσεων για την οικονομία.

Πάντως, επισημαίνει η M.S, οι ανάγκες χρηματοδότησης της Ελλάδας αναμένεται να παραμείνουν χαμηλές δεδομένης της μεγάλης διάρκειας ωρίμανσης του ελληνικού χρέους, ενώ με την ένταξη στο νέο QE της EKT (PEPP) επωφελείται άμεσα αφαιρώντας τυχόν ανησυχίες σχετικά με τη ρευστότητα.

Η Morgan Stanley σημειώνει πως η Ελλάδα συνεχίζει να βρίσκεται αρκετά σκαλοπάτια μακριά από την "επενδυτική βαθμίδα" με τους οίκους αξιολόγησης να δίνουν σταθερές προοπτικές.  Προ πανδημίας πάντως η χώρα όδευε προς αυτό το ορόσημο. Σήμερα το υψηλότερο rating που έχει είναι το "ΒΒ". Ωστόσο, όπως τονίζει, αν και είναι σημαντικές για τους επενδυτές, οι αξιολογήσεις των οίκων τη δεδομένη χρονική στιγμή δεν έχουν μεγάλη σημασία καθώς τα ελληνικά ομόλογα έχουν ενταχθεί στο νέο QE της ΕΚΤ, κάτι που εξαλείφει  τις ανησυχίες σχετικά με τη ρευστότητα της χώρας.

 Ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος.

 

Αυξήθηκε κατά 6,9 δισ. ευρώ στο πρώτο εξάμηνο του 2020, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους και έπεται συνέχεια.

Ξεπέρασε το 200% του ΑΕΠ το δημόσιο χρέος της χώρας, λόγω του αυξημένου δανεισμού με ομόλογα και έντοκα γραμμάτια, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν οι αυξημένες δαπάνες του προϋπολογισμού, στο πλαίσιο των μέτρων στήριξης της οικονομίας λόγω της πανδημίας.

Έτσι η Ελλάδα γίνεται η δεύτερη χώρα μετά την Ιαπωνία, που θα έχει χρέος υπερδιπλάσιο του ΑΕΠ της, με τη διαφορά ότι το ιαπωνικό δημόσιο χρέος είναι εσωτερικό.

Η εκτίναξη του χρέους, σε επίπεδα πάνω από το 200% του ΑΕΠ, οφείλεται τόσο στην αύξηση του δανεισμού όσο και στη μείωση του ύψους του ΑΕΠ, λόγω της βαθιάς ύφεσης που καταγράφει ήδη η οικονομία.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, το ύψος του ακαθάριστου δημόσιου χρέους, στο τέλος του περασμένου Ιουνίου ανήλθε στο ποσό των 362,87 δισ. ευρώ, από 356,02 δισ. ευρώ, που ήταν τον Δεκέμβριο του 2019. Προκύπτει δηλαδή αύξηση της τάξης των 6,9 δισ. ευρώ σε ένα εξάμηνο και οφείλεται στις εκδόσεις των ομολόγων και εντόκων γραμματίων που πραγματοποιήθηκαν μέσα στην ίδια περίοδο.

Από τα αναλυτικά στοιχεία του ΓΛΚ, προκύπτει πως, η αύξηση του δημοσίου χρέους, προήλθε από τις εκδόσεις ομολόγων η ονομαστική αξία των οποίων στο εξάμηνο, ήταν 11,27 δισ. ευρώ, ενώ οι εξοφλήσεις αντίστοιχων τίτλων που έληξαν ήταν 5,17 δισ. ευρώ με αποτέλεσμα το χρέος να αυξηθεί κατά 6,1 δισ. ευρώ.

Επίσης κατά 192 εκατ. ευρώ αυξήθηκε το χρέος από τις εκδόσεις εντόκων γραμματίων, ενώ κατά 571 εκατ. ευρώ αυξήθηκε το υπόλοιπο των δανείων.

 

Το χρέος Γενικής Κυβέρνησης

Τα συγκεκριμένα στοιχεία αφορούν στο ακαθάριστο δημόσιο χρέος ή χρέος Κεντρικής Διοίκησης, το οποίο διαφέρει από το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, το οποίο αποτελεί τον δείκτη παρακολούθησης των επιδόσεων των κρατών.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Eurostat, από το συνολικό ακαθάριστο χρέος αφαιρούνται:

·         Τα κρατικά ομόλογα που κατέχουν ασφαλιστικά ταμεία και οι ΟΤΑ και άλλοι δημόσιοι φορείς, το αποκαλούμενο ενδοκυβερνητικό χρέος, το οποίο ανέρχεται σε περίπου 14 δισ. ευρώ.

·         Τα κέρματα και οι επενδύσεις σε κρατικά ομόλογα των νομικών προσώπων, το ύψος των οποίων ανέρχεται σε 7,2 δισ. ευρώ.

Συνολικά δηλαδή, από το συνολικό χρέος αφαιρούνται περίπου 21 δισ. ευρώ, οπότε το χρέος Γενικής Κυβέρνησης διαμορφώνεται σε 342 δισ. ευρώ, στο τέλος του Ιουνίου.

Πώς φτάνει το χρέος στο 200% του ΑΕΠ

Με βάση σενάρια για το μέγεθος της ύφεσης της οικονομίας, που κυμαίνονται στο 8 - 12% το ύψος του ΑΕΠ θα υποχωρήσει στο επίπεδο των 170 δισ. ευρώ, από τα 187,46 δισ. ευρώ που διαμορφώθηκε το 2019.

Στην περίπτωση που το ακαθάριστο δημόσιο χρέος παραμείνει στο τέλος του 2020 στο επίπεδο των 362,87 δισ. ευρώ, ως ποσοστό του ΑΕΠ θα διαμορφωθεί στο 213,5% του ΑΕΠ.

Αντίστοιχα, το χρέος Γενικής Κυβέρνησης, διαμορφώνεται στο 201,2% του ΑΕΠ, υπό την προϋπόθεση ότι το χρέος θα παραμείνει στο 342 δις. ευρώ, και το ΑΕΠ θα υποχωρήσει στα 170 δισ. ευρώ.

Υπενθυμίζεται ότι το υπουργείο Οικονομικών, με την αναθεώρηση του Προγράμματος Σταθερότητας τον περασμένο Απρίλιο, αναπροσάρμοσε τους στόχους για την εξέλιξη όλων μεγεθών της οικονομίας όπως και του χρέους. Στο πλαίσιο αυτό, ο στόχος για το ύψος του χρέους Γενικής Κυβέρνησης είναι να διαμορφωθεί σε 337 δισ. ευρώ το 2020, (από 331,1 δισ. ευρώ, το 2019) και στο 188,8% του ΑΕΠ. Βέβαια, μετά την αναθεώρηση οι εξελίξεις στην οικονομία είναι δραματικές, καθώς ο τουρισμός βούλιαξε ενώ ο κρατικός προϋπολογισμός παρουσιάζει έλλειμμα ύψους 11,7 δισ. ευρώ, στο επτάμηνο Ιανουαρίου – Ιουλίου.

Οι δυσκολίες είναι ακόμα μπροστά μας, καθώς δεν υπάρχει περίπτωση να βελτιωθεί στους επόμενους μήνες η πορεία υλοποίησης του προϋπολογισμού. Αντίθετα οι προβλέψεις είναι ιδιαίτερα αρνητικές και ο νέος δανεισμός θα είναι αναπόφευκτος ή θα χρησιμοποιηθούν τα ταμειακά αποθέματα που έχουν σχηματιστεί από το 2018.

 

Η διαχρονική εξέλιξη του Δημόσιου Χρέους από το 1824 μέχρι σήμερα. Πού πήγαν τα λεφτά!

Μία  αναδημοσίευση του Αριστείδη Τσιπλάκου*, από το “Επιστημονικό Μάρκετινγκ”, τεύχους Απριλίου, 2010.

Βόμβα στα θεμέλια του Κράτους αποτελεί το Δημόσιο Χρέος, όταν απαιτούνται κάθε χρόνο σχεδόν 12 δισ. ευρώ μόνο για τους τόκους του δυσθεώρητου Δημόσιου Χρέους που σήμερα αγγίζει τα 300 δισ. ευρώ και είναι η βασική αιτία που η χώρα μας δεν μπορεί να ορθοποδήσει παρά τη συνεχή λιτότητα που επιβάλλουν όλες οι Κυβερνήσεις. Εύκολα αντιλαμβάνεται ο Λαός ποιοι ευθύνονται για το σημερινό κατάντημα της χώρας μας, αν δούμε τη διαχρονική εξέλιξη των δανείων που πήραμε από το εξωτερικό, πώς και από ποιους διατέθηκαν.  Από το 1824 μέχρι το 1898, που η Ελλάδα ετέθη υπό Διεθνή οικονομικό έλεγχο, είχαμε πάρει 10 δάνεια συνολικού ποσού 920 εκατ. γαλλικών φράγκων (γ.φρ.), από τα οποία τα 270 εκατ. γ.φρ. ήταν έξοδα-κρατήσεις μεσαζόντων και τραπεζών. Τα υπόλοιπα διατέθηκαν κατά σειρά για αμοιβές αγωνιστών, έξοδα αντιβασιλείας, για την οργάνωση Βαυαρικού στρατού, για αποζημίωση στην Τουρκία για τον Ατυχή πόλεμο του 1897 και λίγα για επενδύσεις την περίοδο Χ. Τρικούπη (Σιδηρόδρομοι κ.λπ.).

Από το 1898 μέχρι το 1932 πήραμε άλλα 1.280 εκατ. γ.φρ., που χρησιμοποιήθηκαν εκτός από την εξυπηρέτηση παλαιών δανείων, για τους Βαλκανικούς πολέμους, για αποκατάσταση προσφύγων κ.λπ.  Για να γίνει κατανοητή η εκμετάλλευση της χώρας μας από τους δανειστές, αρκεί να σημειώσουμε ότι μέχρι το 1932 είχαμε πληρώσει 130 εκατ. γ.φρ. περισσότερα από ό,τι είχαμε πάρει και χρωστούσαμε ακόμα 2 δισ. εκατ. γ.φρ.  Από το 1932 μέχρι το 1945 δεν είχαμε εξωτερικό δανεισμό, ενώ είχε παγώσει η εξυπηρέτηση των παλαιών δανείων λόγω της παγκόσμιας κρίσης και του πολέμου.

Την περίοδο 1946-1967, που ήταν και από τις δυσκολότερες περιόδους για τη χώρα μας, η Ελλάδα θα συνάψει συνολικά δάνεια ύψους 406 εκατ. δολ. για την αντιμετώπιση δαπανών του εμφυλίου πολέμου και κυρίως για σημαντικά έργα υποδομής, που έθεσαν τα θεμέλια για την ανάπτυξη της χώρας. Την περίοδο αυτή διακανονίστηκε το 97% του εξωτερικού προπολεμικού Δημόσιου Χρέους. Την περίοδο της δικτατορίας ο εξωτερικός δανεισμός σημείωσε πολύ μικρή αύξηση, λόγω της απομόνωσης της χώρας μας και τελικά το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος το 1974 ήταν 115 δισ. δρχ. (22% του ΑΕΠ). Η περίοδος 1974-1981 ήταν η περίοδος ανασυγκροτήσεως της χώρας μας και τα λίγα δάνεια που πήραμε διατέθηκαν σχεδόν στο σύνολό τους για επενδύσεις, με την εκτέλεση των μεγάλων έργων υποδομής, όπως ο Μόρνος, οι εθνικές οδοί, τα σημαντικά έργα υποδομής στην Αττική, αποχετεύσεις, οδικές αρτηρίες, αποκατάσταση ζημιών από σεισμούς το 1978 και 1981 κ.λπ. και τελικά το εξωτερικό Δημόσιο Χρέος το 1981 ήταν μόλις 672 δισ. δρχ. (29,7% του ΑΕΠ). Η έκρηξη του χρέους και η ανεπανόρθωτη ζημιά έγινε την περίοδο 1981-1989, που αντί να εκμεταλλευτούμε τις χρηματοδοτικές δυνατότητες που μας παρείχε η ΕΟΚ για τη σύγκλιση της οικονομίας μας, όπως έκαναν οι άλλες χώρες του στόχου 1 (Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία), το ΠΑΣΟΚ ακολούθησε τριτοκοσμική πολιτική, μετέχοντας στη γνωστή ομάδα των αδέσμευτων χωρών. Ακόμα, συνέχισε την αντιΕΟΚική του πολιτική, με αιτήματα για ειδικές σχέσεις με την ΕΟΚ, χάνοντας πολύτιμο χρόνο, και επέλεξε για την επίλυση των προβλημάτων τον εύκολο τρόπο του αλόγιστου δανεισμού. Αξίζει να σημειωθεί, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, ότι η τότε Κυβέρνηση έπαιρνε κατά μέσο όρο κάθε εβδομάδα και ένα δάνειο, από οπουδήποτε και με οποιουσδήποτε όρους, με εξόφληση την επόμενη 10ετία.

Έτσι, το Δημόσιο Χρέος από 672 δισ. δρχ. το 1981 (29,7% του ΑΕΠ) εκτινάχθηκε το 1989 στα 9.200 δισ. δρχ. (65,7% του ΑΕΠ) και το 1990 που ανέλαβε η Νέα Δημοκρατία είχε φτάσει στα 11.100 δισ. δρχ. (80,7% του ΑΕΠ).

Τα χρήματα των υπέρογκων δανεισμών στο διάστημα 1981-1989, που ήταν η κύρια αιτία για το σημερινό πρόβλημα, δε χρησιμοποιήθηκαν για επενδύσεις, αλλά κατασπαταλήθηκαν για να διατηρείται το κυβερνόν κόμμα στην εξουσία με αλόγιστες παροχές σε ημετέρους κ.λπ.

Για την ιστορία θα αναφερθούμε στις αλήστου μνήμης προβληματικές επιχειρήσεις Πειραϊκή-Πατραϊκή, Προμέτ, Πυρκάλ, Αθηναϊκή, Κεραφίνα, ΑΓΕΤ, Πλαστικά Καβάλας, ΜΕΛ, Λάρκο, Βέλκα κ.λπ., που η καθεμία ροκάνιζε δισεκατομμύρια δρχ. κάθε μήνα για πληρωμές υπαλλήλων χωρίς να εργάζονται. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που κατέθεσα στην Βουλή στη συνεδρίαση στις 2/10/1990 (σελ. 2.747), την περίοδο 1983-1989 διατέθηκαν 980 δισ. δρχ. σε σταθερές τιμές 1990, για να διατηρούνται 27.000 αργόμισθοι, που σημαίνει ότι ο κάθε εργαζόμενος από αυτούς στοίχιζε κάθε χρόνο 5 εκατ. δρχ. Για να γίνει κατανοητή η ζημιά, με τα χρήματα που διατέθηκαν για τη διατήρηση των προβληματικών αυτών επιχειρήσεων, μπορούσαμε –σύμφωνα πάντα με τα επίσημα στοιχεία που κατατέθηκαν στη Βουλή– να είχαμε τότε κατασκευάσει τη Ζεύξη Ρίου-Αντιρρίου, το Μετρό της Αθήνας, τους αυτοκινητοδρόμους και το αεροδρόμιο των Σπάτων.

Άλλη αλόγιστη δαπάνη που συνετέλεσε στην έκρηξη του Δημόσιου Χρέους ήταν οι επιδοτήσεις και τα θαλασσοδάνεια που πήραν δήθεν επιχειρηματίες για να κάνουν επενδύσεις, ιδίως στη Βόρεια Ελλάδα. Τα χρήματα που πήραν κατατέθηκαν σε ξένες τράπεζες, χωρίς να γίνουν επενδύσεις και χωρίς να αναζητηθούν τα χρήματα αυτά μέχρι το 1992, που κλήθηκαν να τα επιστρέψουν. Αλλά το θέμα αυτό τέθηκε στο αρχείο από την επόμενη Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ. Σημαντικό μέρος των δανεικών δόθηκαν την εποχή εκείνη για 200.000 συντάξεις εθνικής αντίστασης σε άτομα που ως επί το πλείστον ήταν αγέννητα την εποχή της κατοχής, όπως αποδείχθηκε, και περιορίστηκαν στο ελάχιστο την επόμενη 10ετία. Δόθηκαν αναπηρικές συντάξεις σε υγιέστατα άτομα και μάλιστα σε μια περιοχή που είναι το προπύργιο του ΠΑΣΟΚ οι ανάπηροι ανέρχονται στο 60% του πληθυσμού. Ακόμα, χωρίς να υπολογίζουν το κόστος, μιας και τα χρήματα ήταν δανεικά, έκαναν χιλιάδες προσλήψεις και διπλασίασαν μισθούς και συντάξεις για να διατηρούνται στην εξουσία. Ακόμα, είχαμε διασπάθιση δημόσιου χρήματος από κομματικά στελέχη με την ανοχή της τότε Κυβέρνησης, η οποία έθεσε και όριο στο χρηματισμό – 500 εκατ. δρχ. για κάθε στέλεχος του ΠΑΣΟΚ. Το όργιο της σπατάλης ολοκληρώθηκε παραμονές εκλογών του 1989 με το σύνθημα «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα».

H ασυδοσία της 10ετίας του 1980, αλλά και η μη δραστική αντιμετώπισή του στις επόμενες 10ετίες έχουν οδηγήσει σε τέτοιους ρυθμούς αύξησης του Δημόσιου Χρέους, που καμιά Κυβέρνηση δεν μπορεί να ανακόψει τη ραγδαία αυτόματη άνοδό του, λόγω των τόκων, γι’ αυτό βλέπουμε την αλματώδη άνοδό του σε όλες τις επόμενες περιόδους. Όλοι γνωρίζουμε ότι αν κάποιος συνάψει ένα μεγάλο δάνειο, π.χ., στεγαστικό, και σπαταλήσει τα χρήματα για καταναλωτικούς σκοπούς και δανείζεται συνεχώς για την εξυπηρέτηση του δανείου που αρχικά πήρε, τότε όλοι έχουμε πείρα για το πόσο γρήγορα αυτοτροφοδοτείται και αυξάνεται το χρέος.

Την περίοδο 1990-1993, που είχαμε την πληρωμή των δανείων, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας συνήψε αναγκαστικά δάνεια, από τα οποία διατέθηκαν για πληρωμή τόκων 6,45 τρισ. δρχ. για καταπτώσεις εγγυήσεων του Δημοσίου που είχαν δοθεί την προηγούμενη 10ετία, 2,82 τρισ. δρχ. για εθνική μας συμμετοχή στο Α΄ ΚΠΣ, 2,25 τρισ. δρχ. για επενδύσεις και μόνο 0,68 τρισ. για κάλυψη ελλειμμάτων, με αποτέλεσμα το Δημόσιο Χρέος το 1993 που ανέλαβε και πάλι το ΠΑΣΟΚ να ανέλθει στα 23.000 δισ. δρχ. (68,8 δισ. ευρώ).

Την επόμενη περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ 1993-2004 το Δημόσιο Χρέος αυτοτροφοδοτούμενο αυξήθηκε από 68,8 δισ. ευρώ που παρέλαβε το 1993 σε 170 δισ. ευρώ από νέους δανεισμούς κυρίως για την εξυπηρέτηση του χρέους και την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού.

Η Νέα Δημοκρατία από το 2004 έως το 2009 δανείστηκε για την καταβολή τόκων 62 δισ. ευρώ, για αποπληρωμή ολυμπιακών έργων και παλαιών χρεών για εξοπλισμούς 20 δισ. ευρώ και 18 δισ. ευρώ για κάλυψη ελλειμμάτων του προϋπολογισμού. Με αποτέλεσμα, να παραδώσει στο ΠΑΣΟΚ Δημόσιο Χρέος 270 δισ. ευρώ. Από τα στοιχεία αυτά προκύπτει με τον πλέον αναμφισβήτητο τρόπο ότι από τα 270 δισ. ευρώ του Δημόσιου Χρέους, για τα 20 δισ. ευρώ ευθύνονται οι Κυβερνήσεις της Ν.Δ. και για τα υπόλοιπα 250 δισ. ευρώ οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.

* Ο Αριστείδης Τσιπλάκος είναι τ. Βουλευτής Ν.Δ. Ν. Βοιωτίας και Υφυπουργός Εθνικής Οικονομίας (1990-1993).



ΖΗΝΩΝ  ΠΑΠΑΖΑΧΟΣ

ΠΗΓΗ